λατρεία

λατρεία
Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η ύπαρξη του εν λόγω αισθήματος δημιουργεί και την πίστη. Άμεσοι σκοποί της λ. είναι η αίτηση χάρης, προστασίας κ.ά. από τη θεότητα, η οποία θεωρείται ικανή να τις προσφέρει. Οι θρησκευτικές εορτές αποτελούν έκφραση λ., ως επέτειοι κάποιας σημαντικής ενέργειας της θεότητας, συνδεδεμένες με τη θρησκευτική ζωή του ατόμου ή της κοινότητας. Τέτοια ήταν κυρίως η αρχαία λ. για τους μυθικούς ήρωες. Η λ. υπάρχει σε όλες τις θρησκείες ως εκδήλωση του θρησκευτικού συναισθήματος. Αν και μερικές φορές μπορεί να είναι συνδεδεμένη με μαγικές πρακτικές, διακρίνεται παρ’ όλα αυτά για τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Αν στη λ. η διάνοια βρίσκει τη δικαίωση της θρησκευτικής πράξης, η πράξη αυτή έχει τη συμπλήρωσή της σε στοιχεία φανταστικά ή μυθικά, τα οποία εξηγούν τα κίνητρα και δικαιολογούν το τελετουργικό, όπως η ανανέωση της λατρευτικής πράξης σύμφωνα με τις εποχές ή η σύμπτωση με σταθμούς της κοινωνικής ζωής. Στις λατρευτικές τελετουργίες, εξάλλου, δεν πρέπει να αποδίδεται μόνο ρεαλιστική αξία αλλά και συμβολική: το λούσιμο των ινδουιστών στον Γάγγη δεν είναι μόνο ένα απλό λούσιμο, αλλά μία εσωτερική κάθαρση, ένας εσωτερικός εξαγνισμός· το τελετουργικό γεύμα στους Αρούντα (κεντρική Αυστραλία) δεν είναι μόνο ένας εορταστικός τερματισμός του κυνηγιού, αλλά εφοδιασμός αγιότητας με τη βρώση του τοτεμικού καγκουρό. Τα λατρευτικά στοιχεία μιας θρησκείας είναι κυρίως τέσσερα: ο τόπος λ. (ιερό ή ναός), από τον χώρο που περιβαλλόταν από δέντρα ή χοντροκομμένες πέτρες μέχρι τους μεγάλους ναούς των εποχών του νεότερου πολιτισμού· οι ιερείς, που κατευθύνουν τα σχετικά με τη λ.· το ημερολόγιο των λατρευτικών εκδηλώσεων· τέλος, οι τελετουργίες, που περιλαμβάνουν εκδηλώσεις, κινήσεις ή τύπους, με τα οποία το άτομο ή η ομάδα έρχονται σε επαφή με τη θεότητα. (Χριστιαν.) Σύμφωνα με την ορθόδοξη δογματική, η λ. ανήκει μόνο στον Θεό, ενώ στους αγίους αρμόζει τιμητική προσκύνηση. Η τιμή και ο σεβασμός των αγίων αναφέρονται σε αυτούς ως πρόσωπα που διακρίθηκαν στους αγώνες για την πίστη και την αρετή. Έτσι διακρίνεται η τιμή προς θνητά πρόσωπα από την απόλυτη υποταγή και τον σεβασμό προς τον Θεό, που στην εκκλησιαστική γλώσσα χαρακτηρίζονται λ. ή προσκύνηση. Αν και η διάκριση αυτή δεν τηρείται πάντοτε και συχνά η λέξη προσκύνηση αποδίδεται στους αγίους, από εννοιολογική άποψη η λατρευτική προσκύνηση διακρίνεται πάντοτε από την τιμητική. Σε πολλά χωρία της Αγίας Γραφής αναφέρεται ότι η προσκύνηση ανήκει μόνο στον Θεό: ο άγγελος στην Αποκάλυψη (ιθ’ 10) δεν δέχεται την προσκύνηση του Ιωάννη, λέγοντας «τω Θεώ προσκύνησον»· υπό την έννοια αυτή νοείται η λ. που οφείλεται κυρίως στον Θεό. Η Εκκλησία τίμησε τους αγίους έχοντας υπόψη αυτό, όπως φαίνεται από τα μαρτυρολόγια, τις επιτάφιες επιγραφές στις κατακόμβες και τις λειτουργίες, καθώς και όπως διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αντίστοιχα, καταδίκασε τους γνωστικούς για τη λατρευτική προσκύνηση των αγγέλων και τους κολλυριδιανούς για τη λατρευτική προσκύνηση της Μαρίας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι καμία περικοπή της Αγίας Γραφής δεν είναι εναντίον της τιμής των λειψάνων και των εικόνων των αγίων, με τις απαγορεύσεις που βρίσκονται σε αυτήν σχετικά με τις εικόνες να αναφέρονται μόνο στην ειδωλολατρική προσκύνησή τους. Στην ουσία της, η λ. πρέπει να είναι πάντοτε εσωτερική, γιατί εδρεύει στη διάνοια και στη βούληση του ανθρώπου. Η ύπαρξη του σώματος απαιτεί εξωτερίκευση του αισθήματος αυτού με εξωτερικές πράξεις, δηλαδή με εξωτερική λ. (ιεροτελεστίες, λειτουργίες, λιτανείες κλπ.). Αντίθετα, η λ. που κάθε άνθρωπος οφείλει να αποδίδει στον Θεό είναι ατομική. Για να ανταποκριθεί στον κοινωνικό χαρακτήρα του ανθρώπου, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με μια κοινότητα συνανθρώπων του, η λ. πρέπει επίσης να είναι δημόσια και να έχει χαρακτήρα δεσμευτικό, που να μη διαφέρει από τους άλλους νόμους που ρυθμίζουν την ανθρώπινη κοινότητα. Μεταξύ ατομικής και δημόσιας λ. μπορούν να εμφανιστούν μερικές φορές συγκρούσεις, προπάντων όταν η δημόσια λ. εξωτερικεύεται ή πολιτικοποιείται σε σημείο που να μην ανταποκρίνεται πια στις θρησκευτικές απαιτήσεις του ατόμου ή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Τέτοια ήταν τα σωτηριολογικά κινήματα που προηγήθηκαν της έλευσης του Χριστού, οι διάφορες εσχατολογικές θρησκείες, ο προφητισμός, ο μυστικισμός κλπ. Η λατρεία εκδηλώνεται με τελετουργίες, με τη βοήθεια των οποίων εδραιώνεται η σχέση μεταξύ των πιστών και της θεότητας· στη φωτογραφία, λατρευτική τελετή στη Σρι Λάνκα. Η εξωτερίκευση του αισθήματος της λατρείας, δηλαδή η εξωτερική λατρεία, εκφράζεται με ιεροτελεστίες, λειτουργίες, λιτανείες κλπ. Στη φωτογραφία, στιγμιότυπο από τη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο στη Τήνο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (AM λατρεία) [λατρεύω]
η μεγάλη αγάπη και αφοσίωση στον θεό και η τυπική έκφραση τού συναισθήματος αυτού, η θεία λατρεία, η ευσέβεια προς τον θεό που εκδηλώνεται με λόγους ή πράξεις («καταφυγοῡσα πρὸς θεῶν εὐχάς τε καὶ λατρείας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μεγάλη αγάπη, σχεδόν θρησκευτική αφοσίωση προς ένα πρόσωπο («έχει λατρεία στη γυναίκα του»)
2. σφοδρό ερωτικό πάθος, ερωτική λατρεία
3. προσφώνηση στο πρόσωπο που αγαπάται πολύ
4. το σύνολο τών θρησκευτικών θεσμών μιας κοινωνίας
αρχ.
1. η κατάσταση τού μισθωτού, η έμμισθη υπηρεσία ή εργασία («ἐπίπονον ἔχοι θανὼν λατρείαν», Σοφ.)
2. μτφ. η ασχολία με τη ζωή και τα σχετικά με αυτήν καθήκοντα («οὐκ εὐδαιμονίζειν μᾱλλον προσήκει τοὺς ἀπολυθέντας τῆς ἐν αὐτῷ λατρείας», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λατρεία — λατρείᾱ , λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc/acc dual λατρείᾱ , λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρείᾳ — λατρείᾱͅ , λατρεία the state of a hired labourer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεία — η η αγάπη και η αφοσίωση στο Θεό, η αγάπη σ ένα πρόσωπο: Κοίταξε τη γυναίκα του με λατρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λατρείας — λατρείᾱς , λατρεία the state of a hired labourer fem acc pl λατρείᾱς , λατρεία the state of a hired labourer fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρολατρία — Λατρεία που απονέμεται στη φωτιά, ως υπερφυσική και θεία δύναμη. Η π. ανάγεται στους αρχαιότατους χρόνους της ανθρωπότητας και φαίνεται ότι είχε διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, αφού λείψανα αυτής παρατηρήθηκαν και στην Αμερική. Λείψανα π.… …   Dictionary of Greek

  • λατρείαι — λατρείᾱͅ , λατρεία the state of a hired labourer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρείαν — λατρείᾱν , λατρεία the state of a hired labourer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρειῶν — λατρεία the state of a hired labourer fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρεῖαι — λατρεία the state of a hired labourer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρείαις — λατρεία the state of a hired labourer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”